ευπατρίδης

ευπατρίδης
ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας)
αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας
αρχ.
1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ' οἴκων», Ευρ.)
2. (στην αρχαία Αθήνα) η πρώτη από τις τρεις τάξεις που σχηματίστηκαν την εποχή τού Θησέως (ευπατρίδαι, γεωμόροι ή αγροίκοι και δημιουργοί)
3. αυτός που ανήκει σε αυτήν την τάξη, επομένως ο επίσημος
4. (στην αρχαία Ρώμη), οι πατρίκιοι
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπατρίδαι, οἱ αὐτόχθονες καὶ μὴ ἐπήλυδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-πατρ- (μηδενισμ. βαθμ. τού πατήρ) + -ίδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐπατρίδης — of good or noble sire masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπατρίδης — ο 1. αυτός που κατάγεται από οικογένεια ευγενών, αριστοκράτης. 2. στον πληθ., ευπατρίδες ανώτερη κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας και της αρχαίας Ρώμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπατρίδαι — εὐπατρίδης of good or noble sire masc nom/voc pl (doric) εὐπατρίδᾱͅ , εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατριδᾶν — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατριδῶν — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατρίδαις — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατρίδην — εὐπατρίδης of good or noble sire masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατρίδου — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατρίδῃ — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπατρίδῃσι — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”